Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ
Η ζωή του χωριού τα περασμένα χρόνια ήτανε δύσκολη γιατί δεν υπήρχανε τα μηχανικά μέσα που υπάρχουν σήμερα.
Εδώ θα προσπαθήσουμε να κάνουμε μια αφήγηση για τις δουλειές και την καθημερινότητα των προγόνων μας στο χωριό.
Φθινόπωρο
Σεπτέμβριος
Από τα πρώτα πρωτοβρόχια ένα σωρό δουλειές έπρεπε να γίνουνε. Πρώτα-πρώτα εμαζόνανε τσι χοχλιούς, τσι γερόντους, τσι μπομπολιές και πλιο ύστερα τα μουρμούρια πρίχου φάνε χόρτα και πρικίσουνε. Οι χοχλιοί ήτανε παχοί και πεντανόστιμοι.
Χοχλιδοβολοσέρματα δε θέλω μπλιο μαζί σου,
γιατί ‘δα αλλουνού χοχλιού τα σάλια στο κορμί σου
Μόλις ‘θελά μαλακώσει καλά η γης από τη βροχή οι γι’ άντρες ετοιμάζανε το ζευγάρι πρωί-πρωί. Νύχτα εσηκωνότανε κι ετοιμάζανε τα ζώα, τα βούγια γι τσι γαιδάρους, εφορτώνανε τα ζυγάλετρα, το καρπό και πηγαίνανε στο χωράφι.
Η γυναίκα είχε σιάξει το βουργιάλι με το κολάτσιο, ψωμί και ελιές, και ό,τι άλλο ήθελα τύχει αλλά και κρασί που ήταν απαραίτητο.
Εδένανε και στο σχοινί τσι μαρταρές και τσι σέρνανε μαζί ντονε.
Εζεύγανε τα βούγια, εκάνανε το Σταυρό ντο νε ”στο όνομά Σου ΘΕ μου και εκόβανε την πρώτη αλετρέ. Ούλη την μέρα ακούγονταν η φωνή του ζευγά, ”ίο – παραβολή”
Όσο πατείς την έχερη τ’ αλέτρι χαμηλώνει
κι όσο φιλείς την κοπελιά, τόσο κοντά σιμώνει.
Οκτώβρης και Νοέμβρης
Οκτώβρη και Νοέμβριο εσπέρνανε κριθάρι και στάρι. Παραύστερα τα μαγερέματα φακί, κουκιά και φάβα κ.α.
Οκτώβρης και δεν έσπειρες λίγο καρπό θα βγάλεις
Εργαλεία για το ζευγάρισμα
Αλέτρι: πιο παλιά ξύλινο αργότερα σιδερένιο
Εξαρτήματα του αλετριού: α) το ποδάρι, β) η έχερη γ) ο ζεύτης, δ) το σταβάρι ε) τα παρούθια στ) ο ζυγός ζ) οι ζεύλες η) τα λουριά και θ) τα επανωζεύλια
Ζυγός-Λουριά: χρησιμοποιούνταν μέχρι την δεκαετία του 1970. Μετά άρχισε σιγά-σιγά η μηχανοκίνηση. Τα πρώτα μηχανοκίνητα είναι οι σκαφτικές μηχανές γνωστές και ως μινώταυροι από το σχήμα V που έχει για χειρισμό και σήμερα τα τρακτέρ.
Την ίδια εποχή ξεκινά το λιομάζωμα. Τσ’ ελιές τσι μαζώνουνε μια-μια από κάτω. Εγεμίζανε τα καλάθια και οι καλές μαζώχτρες γεμίζανε ένα και δυο γομάρια κάθε μέρα. Οι γυναίκες εφορούσανε και την λαχανοποδιά και όντε το ‘νε ετύχαινε χόρτο φαγώσιμο το βγάζανε και το βράδυ που γυρνούσανε σπίτι τα βράζανε και δειπνούσανε συνοδεία μ’ ό,τι άλλο μαγειρευτό έιχενε απομείνει από τις προηγούμενες μέρες.
Κάθε δέκα-δεκαπέντε μέρες που θελα να γενεί σωρός μεγάλος οι ελιές ερχότανε οι μυλωνάδες από την φάμπρικα (ελαιοτριβείο). Στο χωριό είχαμε δύο φάμπρικες: του γέρο Μανωλιού Μενιουδάκη στην κάτω ρούγα και του Στυλιανού Καλλιτσουνάκη στο έμπα του χωριού. Ευλογημένο το λάδι σ’ όλα τα σπίτια. Ήτανε το εισόδημα που στήριζε την οικονομία τσι κρητικής οικογένειας. Θες τσ’ αγορές, τσι γάμους τω κοπελιώ ντονε κ.α.
Απού ‘χει στάρι και κρασί και λάδι στο πιθάρι,
έχει του κόσμου τα καλά και του Θεού τη χάρη
Το καντηλάκι και το λάδι της ελιάς
-Αγαπάς τα δέντρα Γιωργάκι; με ρώτησε. Ποιο αγαπάς περισσότερο;
-Την ελιά αγαπώ περισσότερο, αποκρίθηκα.
-Κι εγώ την ελιά! Όταν πεθάνω, να φυτέψεις μια ελιά καταμεσής στο μνήμα μου, να με ρουφήξει με τις ρίζες της. Κι από τον καρπό που θα κάνει κάθε χρόνο να μου ανάβεις ένα καντηλάκι.
-Έχε ζωή εσύ, κι εγώ ξέρω τι μνημούρι θα σου χτίσω όταν έρθει η ώρα.
-Μπα; είπε ξαφνιασμένη. Την ελιά να μην ξεχάσεις! Σαν ξέρω πως από τα κόκαλά μου θ’ ανάψει ένα φωτάκι, δε φοβούμαι το θάνατο.
Παντελής Πρεβελάκης
Στο πέρασμα του χρόνου ήρθανε τα ελαιόπανα, εσώθηκανε οι μαζώχτρες και σήμερα υπάρχουν τα ραβδιστικά που ξορθώνουν αλλά και το άλεσμα τσι μύλους πολύ πιο γρήγορα και ξεκούραστα. Πολλές μαντινάδες και τραγούδια έχουν γραφτεί και μελοποιηθεί για την ελιά και το μάζεμά της.
Έφτασ’ ο καιρός καλέ μου που θα πέσουν οι ελιές
και τα λιόφυτα θα πιάσουν πάλι οι κοπελιές.
Μυλωνάδες και μαζώχτρες θα τα λέμε πότες-πότες
και αφορμή θα ‘ναι οι ελιές να ‘χομε χρυσές δουλειές.
Τσι 3 του Νοέμβρη είναι του Αη-Γιώργη του Μεθυστή. Εκείνη τη μέρα ανοίγουνε τα κρασιά. Ήτανε η ώρα να σμίξουνε και παρέες-παρέες σ’ ούλα τα σπίτια από το κάτω χώρι μέχρι τη πάνω ρούγα εδοκιμάζανε τα κρασιά.
Δώστε τα χαιρετίσματα στην αμπελοκουρμούλα
απού ‘κανε πολλούς φτωχούς και τα ξεχνούνε ούλα
Εσημώνανε τα Χριστούγεννα και οι απαραίτητες προετοιμασίες εξεκινούσανε για τις γιορτές. Ο χοίρος ήτανε έτοιμος, βελανισμένος καλά. Τονε σφάζανε, τονε μαδιούσανε και δεν επετούσανε πράμα. Τα άντερα τα παίρνανε οι νοικοκυράδες τα σιάζανε λουκάνικα και τσ’ οματές το κρέας κάνανε σύγλινα – τσιγαριαστό.
Τ’ αρνιά τα βυζαστάρια ήτανε για σφάξιμο. Ο κασάπης ερχότανε στο χωριό κι έσφαζε, τα γαλατάντερα καλός μεζές στο τηγάνι και εστελιώνανε στο άψε-σβήσε τη παρέα.
Την παραμονή των Χριστουγέννων τα κοπέλια ελέγανε τα κάλαντρα. Μαζί τους εβαστούσανε το κανιστράκι και τον εβάζανε οι νοικοκυράδες λάδι μα και τα τρατάρανε καλολοείδια. Το ίδιο και την Πρωτοχρονιά και τα Φώτα.
Άνοιξη
Τσ’ Απόκριες και την Καθαρή Δευτέρα ευκαιρία για πειράγματα και παρέες εντυνόντουσαν μασκαράδες και γυρίζανε το χωριό και τα σπίτια και πειράζανε τσι χωριανούς. Έτσα έμπαινανε στη μεγάλη σαρακοστή για να φτάσομε στη Μεγαλοβδομάδα. Καθαριότητα και άσπρισμα στα σπίτια μα στα στα σοκάκια του χωριού για να περάσει ο επιτάφιος και η διπλανάσταση.
Οι γυναίκες αποβραδίς αναπίζανε και ετοιμάζανε τ’ αυγοκούλουρα, εβάφανε τα αυγά και ψήνανε τα κουλουράκια για τη Μεγάλη Βδομάδα.
Μεγάλη Δευτέρα, μεγάλη μέρα (ή μεγάλη μαχαίρα)
Μεγάλη Τρίτη μεγάλη κρίση (ή ο Χριστός εκρίθη)
Μεγάλη Τετάρτη ο Χριστός εχάθη
Μεγάλη Πέμπτη ο Χριστός ευρέθη
Μεγάλη Παρασκευή ο Χριστός στο καρφί
Μεγάλο Σάββατο ο Χριστός στον τάφο
ή Μεγάλο Σάββατο μου και πως θα σε περάσω
οπού ‘χεις πέντε Κυριακές και πέντε μεσημέρια
και ακόμη δεν ξημέρωσε η βλογημένη μέρα (Μαν Σκουλούδης Γενάρης 1995)
Το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής τα κοπέλια μα και οι μεγάλοι λένε τα εγκώμια, γίνεται η περιφωρά του επιταφίου σ’ όλο το χωριό. Το Μεγάλο Σάββατο τα κοπέλια έχουν ετοιμάσει τον ιούδα μαζεύοντας ξύλα για να ανάψουν μόλις πεί ο παπάς το Χρίστος Ανέστη.
Οι κτηνοτρόφοι όσο προχωρεί η Άνοιξη κουράζονται περισσότερο. Το γάλα των προβάτων είναι περισσότερο, το άρμεγμα πιο κουραστικό.
Τέλος της άνοιξης αρχές καλοκαιριού κάνανε και το κωλοκούρισμα και αργότερα την κουρά τω προβάτω. Η κουρά είναι η γιορτή του βοσκού και ακόμα και σήμερα σμίγουνε και κάνουνε όμορφες παρέες. Οι νυκοκοιράδες επαίρνανε τα μαλλιά τα ξερυπίζανε, τα πλένανε καλά τσι γούρνες στην Κάτω Βρύση και καμιά φορά και στην Πάνω Βρύση και απόμενε το μαλλί κάτασπρο. Ακολουθούσε το ξάσιμο και το κλώσιμο που γινότανε στην αποσπερίδα.
Τούτη την εποχή (άνοιξη καιρού) ετοιμάζανε και τα περβόλια, καλό όργωμα και και δυο φορές να σπάσουνε καλά οι βόλοι, ν’ αυλακιάσουνε και να φυτέψουνε πατάτες, κολοκύθες, αγγουρές, φασούλες, ντομάτες. Ευλογημένη τούτη η κρητική γη. Ούλο το καλοκαίρι είχανε περβολικά.
Ανε θρέψεις μιαν όρθα θα περάσεις καλά μια μέρα,
ανε θρέψεις ένα χοίρο θα περάσεις καλά ένα μήνα,
ανε φυτέψεις περβόλι θα περνάς καλά ούλο το χρόνο
Τέλος Μάη αρχές Ιούνη μπαίνομε στον θερισμό και στα αλώνισμα. Αποβραδίς ετοιμάζανε το φαή, μαγείρεμα, κουκιά, ροβίθια, φακή, ελιές και κιαμιά ντομάτα μα και το κρασί. Από νωρίς, πρίχου καψώσει επιάνανε δουλειά με τα δρεπάνια ούλη μερής τσι μέρας εθερίζανε.
Να ‘μούνε κι είντα να μουνε δρεπάνι που θερίζεις,
κι ολημερίς να με κρατείς και να με κανακίζεις.
Όλ’ από τη μ-παραβολή με βάνεις και θερίζω,
για να με δέρν’ ο άνεμος κι ο ήλιος να μαυρίζω.
Οι άντρες ετοιμάζανε τ’ αλώνι, εμαζεύανε βουτσές από το στάβλο τω βουγιώ, τ ανακατεύανε με άχειρα. Έτσα που ήτανε σα ντη λάσπη αλοίφανε το μπάτο τ’ αλωνιού για να μη χάνετε ο καρπός.
Θέλεις θέριζε και δένε
θέλεις δένε και κουβάλιε.
Τούτο το δίστιχο μας φανερώνει ότι ούλες οι δουλειές είναι κουραστικές όπως και το γνωστό ρητό Θέρος-Τρύγος-Πόλεμος.
Από τις ποταμίδες οι γι’άντρες εκόβανε τσι λυγιές και κάνανε τσι λυγοδέτες για να δένουνε σε δεμάθια τα στάχια και να τα κουβαλήσουνε κοντά στ’ αλώνι τσι θεμονές.
Ιούλη μήνα αφού είχενε ξεραθεί το στάχι εξεκίνα το αλώνισμα. Εβάζανε μια δεκαριά-δεκαπενταριά δεμάθια στ’ αλώνι, εζεύγανε τα βούγια, εδένανε το βολόσυρο, εβάζανε και τσι μουστρούχες στο βούι για να μη τρώει τα στάχυα και ξεκίναγαν να γυρίζουν γύρω-γύρω ούλη μέρα για να κοπούν τα στάχυα και να ξεχωρίσει ο καρπός. Συνέχεια εταίζανε τ’ αλώνι με στάχυα και αλάζανε πότε λαλητής πότε ταιστής.
Τα κοπέλια ήτανε κι αυτά στα αλώνια και εκουβαλούσανε νερό, ανεβαίνανε στο βολόσηρο, εμαζώνανε και τσι βουτσές από τ’ αλώνι, εκυνηγούσανε κιόλας εγυρεύανε φωλιές, κοτσυφούς και άλλα.
Μόλις ετελείωνε τ’ αλώνισμα άρχιζενε το λίχνισμα. Με τα θρινάκια επετούσανε ψηλά το άχυρο με και ξεχώριζενε ο καρπός.Βέβαια εξανοίγανε πότε θα σηκωθεί ο Λυχνιστής (ο αέρας)
Θρηνάκι
Οι γυναίκες με το βόλυστρα (κόσκινο με μεγάλες τρύπες ) εβγάζανε τα κόντυλα που είχαν απομείνει και ετσά εκαθάριζενε ο καρπός.
Κνησάρα
Τ’ άχερα τα βάζανε σε χαράρια (μεγάλα τσουβάλια) τα φορτώνανε τσι γαιδάρους και τα μετέφεραν στο σπίτι στον αχεριώνα.
Το αλώνι
Πολλές μαντινάδες έχουν γραφτεί και τραγουδιστεί:
Καιρό σου κάνει και λιγνάς, για δες καιρός απού ‘ναι,
μα θα γυρίσει κι ο νοθιάς και τότες θα τα πούμε.
Κι απής απαλωνέψομε ίντα θα απογενούμε
ίντ’ αφορμές θα βρίχνομε το πόνο μας να πούμε.
Τ’ άχερα και τα κόντυλα αέρας τα μαζώνει
μένει το στάρι αμοναχό και πέφτει μεσ’ στ’ αλώνι
Μην πετάς τα λόγια σου σαν τ’ άχερα στ’ αλώνι
γιατί τα παίρνει ο άνεμος και ποιος τ’ αναμαζώνει
Παροιμίες-Γνωμικά σχετικά με τ’ αλώνισμα.
Το Μάρτη ξύλα φύλαε το Μάη το κριθάρι
και τον Απρίλη τ’ άχερα μη χάσεις το ζευγάρι
Μικρό μικρό τ’ αλώνι σου να ‘ναι μοναχικό σου
Χέστηκε η φοράδα στ’ αλώνι
Γύρευγε ψύλους στ’ άχερα
Δε νογάς να μοιράσεις δυο βουγιώ άχερα
Λεξιλόγιο για το θέρος και τ’ αλώνισμα
βολόσυρος: ξύλινο εργαλείο μήκους 1,70 και πλάτους 0,60μ. Στη κάτω επιφάνεια του έχει πέτρες κοφτερές για να κόβουντε τα στάχυα.
δρεπάνι: σιδερένιο ημικυκλικό εργαλείο με ξύλινο χερούλι για το θερισμό
ζεύτης: τα ηνία των ζευγμένων βοδιών με δερμάτινο λουρί
θρηνάκι: ξύλινο εργαλείο χρησιμοποιείται για λύχνισμα του καρπού
Αμπέλι – Τρύγος – Πάτημα
Από το Γενάρη ξεκινούνε οι δουλειές στ’ αμπέλια: κλάδεμα – σκάψιμο – δυσκάφισμα – θειαφίσματα για το περονόσπορο και τη πανούκλα.
Όντε ναι γίνουνταν τα σταφύλια εκάνανε σκιάχτρα τα κοπέλια εκαθίζανε σε σκιανερό τόπο και εκτυπούσανε τσι ντενεκέδες για να μη τρώνε τα πουλιά τσι γινομένες ρόγες. ΄Ετσα εφτάξαμε στο τρύγο, ευλογημένος και τούτος ο καρπός τση κρητικής γης. Ετοιμάζανε τσι τρυγοκοφίνες τα καλάθια, το βουργιάλι με το ψωμί, ούλη μέρα από το πρωί μέχρι το βράδυ εκόβγανε σταφύλια, φορτωμένα τα γαιδουράκια τσι τρυγοκοφίνες εγυρίζανε στο χωριό.
Στο πατητήρι αδειάζανε τα σταφύλια επλύνανε τα πόδια ντο νε καλά, και τα πατούσανε μια και δυο φορές να σπάσουνε καλά οι ρώγες να βγει το κρασί. Με τα σταμιά το κουβαλούσανε στα βαρέλια, τ’ αφήνανε να βράσει καλά και τ’ Αη-Γιώργη του Μεθυστή τα αγγινιάζανε. Μουσταλευριά και πετιμέζι εσυμπληρώνανε τούτο το ευλογημένο κρασί.
Ο Αύγουστος ήταν για μένα όταν ήμουν παιδί, κι είναι ακόμα, ο πιο αγαπημένος μου μήνας-αυτός φέρνει, μαθές, τα σταφύλια και τα σύκα, τα πεπόνια, τα καρπούζια· τον ονομάτισα Άγιον Αύγουστο· αυτός ο προστάτης μου, έλεγα, σε αυτόν θα το ζητήσει από το Θεό, κι ο Θεός θα μου το δώσει. Και μια φορά πήρα νερομπογιές και τον ζωγράφισα: έμοιαζε πολύ του πάππου μου του χωριάτη […]
Από τη στιγμή που τον ζωγράφισα και στερέωσα το πρόσωπό του, στερεώθηκε και μέσα μου η εμπιστοσύνη μου σε αυτόν, και κάθε χρόνο τον περίμενα να ‘ρθεί, να τρυγήσει τ’ αμπέλια της Κρήτης, να πατήσει τα σταφύλια και να κάμει το θάμα του, να βγάλει από τα σταφύλια το κρασί. Γιατί, θυμούμαι, το μυστήριο τούτο με τυράννησε πολύ· πώς μπορεί να γίνει το σταφύλι κρασί· μονάχα ο Άγιος Αύγουστος μπορούσε να κάμει ένα τέτοιο θάμα· κι έλεγα: <<Αχ, να τύχαινε να τον συναπαντήσω μια μέρα στο αμπέλι που είχαμε απόξω από το Μεγάλο Κάστρο και να τον ρωτήσω να μου πει το μυστικό>>. Τι ‘ναι το θάμα τούτο δεν καταλάβαινα. Η αγουρίδα γίνεται σταφύλι, το σταφύλι γίνεται κρασί, το κρασί το πίνουν οι άνθρωποι και μεθούνε, γιατί μεθούνε; Όλα αυτά μου φαίνουνταν μυστήρια φοβερά,και μια φορά που ρώτησα τον πατέρα μου, αυτός μάζεψε τα φρύδια; <<Μη φυτρώνεις εκεί που δεν σε σπέρνουν!>> μου αποκρίθηκε.
Νίκος Καζαντζάκης, Αναφορά στον Γκρέκο, Εκδόσεις Καζαντζάκη 1982
Στράφυλα-Τσικουδιά
Τα στράφυλα τα βάζανε σε πιθάρια, τα πετράνωανε με θύμο και πέτρα και τ’ αφήνανε μια τριανταρέ μέρες να βράσουνε καλά, ύστερα τα πηγαίνανε στο ρακοκάζανο, (δύο είχαμε στο χωριό, της οικογένειας Τυλιπάκης στην κάτω ρούγα και των αδερφών Μανώλη και Αετού Καλλιτσουνάκη στη πάνω ρούγα) εφορτώνανε κι ένα γομάρι ξύλα, επαίρνανε και μαζί ντονε κιανα καρύδι, κιανα στραγάλι και κάνανε τσι βεγγέρες και βγάζανε τη ρακί.
Με μια ρακί ανδροπατώ, με δυο αναντρανίζω
κι από τσι τρεις στ’ ανέφαλα τσι βόλιτες αρχίζω.
Οι δουλειές τω γυναικώ
1. Σπιτικό σαπούνι
Οι νοικοκυράδες τσι λαδοτρυγές και τα ψημένα λάδια δεν τα πετούσανε. Μονο επαίρνανε από τη χώρα σπίρτο (καυστική ποτάσα) και κάνανε το σαπούνι. Το χρησιμοποιούσανε τσι μπουγάδες, ελούζανε τα κοπέλια και εκάνανε ούλη τη λάτρα του σπιτιού.
2. Το ζυμωτό
Κάθε δέκα – δεκαπέντε μέρες ανάλογα με τη φαμελιά (δηλ. πόσα άτομα ήταν στο σπίτι) οι νοικοκερά αποβραδίς ανάπηζε και την επόμενη το πρωί στη μεγάλη ξύλινη σκάφη εζυμώνανε και κάνανε δέκα – δεκαπέντε ψωμιά. Τα βάνανε στη πινακοτή. Πάνω στη πινακοτή εστρώνανε τη ψωμοπετσέτα, τα τοποθετούσανε πάνω σ’ αυτήν και τα σκεπάζανε με μάλλινη κουβέρτα για να ανέβει η ζύμη. Με τα φουρνόξυλα ανάβανε το φούρνο μέχρι να πυρώσει καλά, με το μπανιστή το ναι σκουπίζανε και βάζανε με το φτυάρι ένα-ένα το ψωμί. Στο ψήσιμο εμύριζεναι ούλο το σπίτι.
3.Μπουγάδα
Στη κάτω βρύση του χωριού εβόλευγενε τσι νοικοκυράδες για τούτη τη δουλειά. Γούρνες πέτρινες μεγάλες, παρασχιά μεγάλη, μπόλικο νερό μα κι ο πλάτανος εσκέπαζενε ούλη τη βρύση.
Τα ξύλα τα φόρτωνε ο άντρας στο γάιδαρο καμιά φορά και το μπουγαδοτσίκαλο και τα πήγαινε στη βρύση, η γυναίκα στο κοφίνι τα ρούχα, έβραζενε το νερό και ‘τριβε καλά στη πλύστρα με το σαπούνι και αστράφτανε.
Άπλωμα και στέγνωμα μα και το σιδέρωμα κι αυτό δύσκολο. Πάλι χρειάζοτανε να ανάψει φωτιά να πάρει κάρβουνο να το βάλει στο σίδερο μέχρι να πυρώσει για να μπορέσει να σιδερώσει.
4.Τουρσικά-Φαγώσιμα
Πολλά από τα περβολικά που έβγαζαν έπρεπε να τα διατηρήσουν για μεγάλο χρονικά διάστημα. Έπρεπε να γίνει τέτοια επεξεργασία αφού δεν υπήρχαν ψυγεία και καταψύκτες, έκαναν τα τουρσικά, δηλαδή φρέσκα περβολικά όπως μπάμιες, φασόλια, μελιτζάνες, κολοκύθια, αγκινάρες, τα ξέρεναν στον ήλιο καλά και τα ‘βάζαν σε πάνινα σακούλια κρεμασμένα στα δοκάρια τα διατηρούσαν και συμπλήρωναν το χειμώνα τη τροφή τους. Λιαστή ντομάτα και πελτές, σκόρδα και κρεμμύδια πλεξάνες, ξερά σύκα και συκομαίδες μα και το χαρούπι ήτανε γλυκά συμπληρώματα.
5.Ξυνόχοντρος
Ετοιμάζανε το χειρόμυλο, αλέθανε το στάρι, μόλις ήτανε το γάλα έτοιμο (περίπου σε ένα μήνα) το βράζανε, τ’ απλώνανε να ξεραθεί καλά και το κρεμούσανε σε στεγνό μέρος του σπιτιού σε πάνινο σακούλι για να μην σκουλικιάσει.
6.Ελιές
Τσ’ ελιές τσι σιάζανε και τσι διατηρούσανε σε κουρούπια. Ελιές πράσινες και κολυμπάδες, τσακιστές και χοντρολιές – παστές.
7.Υφαντική – Πλεκτική
Τσι μέρες που οι γυναίκες δεν είχαν δουλειά στα χωράφια δεν εκάθουνταν. Από πρωί-πρωί εκαταγίνουνταν, ανάβανε τη φωτιά (ένα κομματί αχινόποδα, λιανά ξύλα κι ύστερα χοντρά) και εστένανε το τσικάλι για να μαγερέψουν. Εσκουπίζανε τσ’ αυλές και τσι στάβλους και κάθε μέρα μαι και δυο φορές με τη λαίνα (σταμνί) στον ώμο εφέρνανε το νερό για να πιούνε μα να κάνουνε και τη λάτρα του σπιτιού ντονε.
Τρεις πηγές νερού είχαμε στο χωριό: την κάτω βρύση, την πάνω βρύση και το πήγαδο. Στη κάτω ρούγα στο σπίτι του Μανωλιού (Εμμ Μενιουδάκη) στην αυλή είχενε μεγάλη στέρνα.
Τσ’ άλλες ώρες οι γυναίκες ασχολιόντουσαν με την υφαντική. Μεγάλη τέχνη και πιτιδιοσύνη ήθενε τούτη η δουλειά. Κι ήντα δεν εσιάζανε στο τελάρο. Ούλα τα προυκιά, πατανίες και κιλίμια.
Κρητικός Αργαλειός ή τελάρο
Κατασκευάζεται από ντόπια ξύλα κυπαρίσσι ή δρυ και ήταν από τα βασικά έπιπλα του κρητικού σπιτιού. Μέρη του είναι: α) τα πλαινά μεριά β) τα αντιά γ) τα πόδια δ) οι αμασκάλες ε) η σανίδα στ) ο μεγάλος σφύκτης και ζ) το πέταλο. Τα εξαρτήματα της ύφανσης είναι: α) το χτένι, β) οι μίτοι, γ) οι πατητήρες δ) οι σαίτες ε) οι ξύγκλες στ) το μασουροκάλαθο και ζ) το βαρίδι.
Παροιμία: Κατά το φάδι που ‘βαλες τέτοιο πανί θα βγάλεις
Πολλά τραγούδια και μαντινάδες έχουν γραφτεί για την υφαντική. Ο Κώστας Μουντάκης, ο Νίκος Ξυλούρης, ο Νίκος Μανιάς έχουν τραγουδήσει:
Η υφαντική σάικα δεν άφηκενε ασυγκίνητη και τη λαική μας μουσική και ποιητική παράδοση. Κι ας θυμηθούμε δυο στίχους από τον αργαλειό του Κώστα Μουντάκη:
Με τα χίλια δυο στολίδια απού ‘φαίνεις στ’ αργαλειό
να κουζουλαθούνε θέλει τα κοπέλια στο χωριό
Τη μαντινάδα του Νίκου Μανιά:
Ήθελα να ‘μαι τ’ αργαλειού και πέταλο και χτένι
για να ‘μαι πάντ’ απέναντι στη κοπελιά που φαίνει.
Του Νίκου Ξυλούρη:
Εκομποδέσανε οι κλωτσές και σπάσανε το χτένι
κι ερρώστησ’ γι ανυφαντού να λύνει και να δένει.
Τσ’ αποσπερίδες με το λιγοστό φως τσι λάμπας και του λύχνου εσμίγανε στα σπίτια οι γυναίκες και κάνανε τα πλεχτά και τα κεντήματα. Ήντα τραπεζομάντηλα, σεμεδάκια, κουβέρτες, μαξελάρια και κουρτίνες εστολίζανε το κρητικό σπίτι. Ευλογημένα χέρια εκάνανε πραγματικά αριστουργήματα.
Η καθημερινότητα των αντρών
Οι άντρες σηκωνόντουσαν νύχτα-νύχτα, πρίχου χαράξει ο ήλιος, επίνανε μια σταλέ γάλα ή κανα βραστάρι, εστρώνανε το γάιδαρο, φορτώνανε τα εργαλεία τσι κάθε δουλειάς- στ’ όνομα σου Θέ μου και φεύγανε για τσι δουλειές.
Μια από αυτές ήταν το ασβεστοκάμινο. Εκαίγανε για να κάνουνε ασβέστη και καμίνι για κάρβουνα. Τα κουβαλούσανε στη χώρα με τα κτήματα (γαιδάρους) και τα πουλούσανε για να ενισχύσουνε το εισόδημα του σπιτιού.
Το καιρό που η δουλειά ήταν πολύ και δύσκολη όπως το όργωμα δεν εγιαέρνανε το μεσημέρι στο σπίτι μονό εκρατούσανε το βουργιάλι ντονε γιομάτο και κάνανε το μεσημέρι ντονε στο χωράφι. Τσι περισσότερες φορές όντε ναι εγυρίζανε έιχανε κάνει κιανά γομάρι ξύλα και το φέρνανε σπίτι.
Ο Πετράς
Απαραίτητος για το χτίσιμο των πέτρινων σπιτιών και των τοίχων.
Παλιοί τεχνίτες στο χωριό ήταν ο Σκλομπονάκης Νικόλαος, Δημήτριος Γεωρ Καλλιτσουνάκης,Μάρκος Ι Λιονής και Σπύρος Νικ Μαμαλάκης.
Τα βράδια, τσι κυριακές και τσι σκόλες εσμίγανε στο καφενείο.
Κουβεντιάζανε και χορατευγιε ναι ο γης τον άλλο να ξεχάσουνε τσι δυσκολίες και την κούραση τσι κάθε μέρας. Επαίζανε χαρτιά, τάβλι, κολτσίνα, πρέφα, εξηνταέξε μα και σκαμπίλι όντε ναι μονομεριούσανε πολλοί. ”Καφετζή βάλε μας μια ρακί, ή σπάσε μας μια γαζόζα στα δυο” Πολλές φορές δεν είχαν να πληρώσουν και του λέγανε ”γράψε τα!”
Πέρα από τη δουλειά ντου, κιανείς δεν είχενε να κάνει μεροκάματο να πιάσει μια δραχμή.
Ετσά εφτάξανε στη δεκαετία του ’60 (1960) όπου ξεκίνησε η μετανάστευση. Στη Γερμανία επήγανε πολλοί χωριανοί. Άλλοι κάτσανε λίγο κι άλλοι πιο πολύ. Ακόμα και σήμερα ζουν στην ξενιτιά. Μα και στην Αθήνα μετοίκησαν πολλοί. Άλλοι πούλησαν την περιουσία τους για να αγοράσουν ένα οικόπεδο, άλλοι πάλι την κράτησαν και σήμερα έρχονται στο χωριό για καλοκαίρι. Έτσα τα καλοκαίρια το χωριό ζωντανεύει.
Προιόντα που παράγονται στο χωριό.
Λάδι:
Από παλιά δέντρα, ποικιλία τσουνάτη. Περιοχές: Λαρδάνια, Πάτελα, Αναβέλα, Γαβράς, Βλήνερα, Δρακόνες, Βασιλές, Τρυπητή, Σωροί, Χασκούνα, Κεραυδιωκιά και άλλες. Τα τελευταία χρόνια έχουν φυτευεί νέα δέντρα ποικιλίας κορωναίικα.
Λαδοπίθαρα
Αμπέλι-Κρασί
Κρασοστάφυλα Ποικιλία: Τσαρδάνα. Και δω έχουν γίνει αναμπελώσεις με νέες ποικιλίες και είναι διάσπαρτα στη περιοχή με τους Νήπους να είναι στη καλύτερη τοποθεσία λόγω υψομέτρου.
Χαρούπι
Τα παλιά χρόνια το χαρούπι ήταν ένα πολύ καλό εισόδημα και στο χωριό μαζεύανε πολλοί χωριανοί μιας και ήταν και εύκολο στο μάζεμα. Το συγκέντρωναν οι καφετζήδες, ο Βαρδής Μενιουδάκης και ο Σταύρος Καλλιτσουνάκης, και τα προωθούσανε στο χαρουπόμυλο του Τζανιδάκη και του Κουφάκη.
Αρωματικά Φυτά
Αρίγανη
Στο χωριό υπήρχε μπόλικη και τη μαζεύανε, την απλώνανε πάνω στις ταράτσες να ξεραθεί καλά, την τεκιάζανε και την πουλούσανε στους χονδρέμπορους.
Φασκόμηλο – Δάφνη
Ίδια διαδικασία με την ρίγανη αλλά σε μικρότερες ποσότητες
Φλισκούνι και Χαμόμηλο
Αρισμαρί και ρίγανη, φασκομηλιά, φλισκούνι,
θύμος, μυρθιά και καντιφές τρυπούνε μου τ’αρθούνι.
Χόρτα που συναντούμε στο χωριό
Βραστά : Ροδίκιο, Ασκολίμπροι, Γαλατσίδα, Γλυκοσυρίδα, Τσόχος, Σταφυλίνακας
Τσιγαριαστά: Κουρνοπόδοι, Κουτσουνάδα, Τσιλιμπινίδια, Αχάτζικας, Καυκαλήθρα, Μαρουλίδα, Φασουλίδα, Λαγουδόχορτο, Σπαράγγι, Αβρονιά
Ποτιστικά: Βλήτα, Στίφνος, Γλιστίδρα
Όλα τούτα τα χορταρικά σε συνδυασμό με τα αρωματικά φυτά μα και τα όσπρια, τσι χοχλιούς και δυο-τρεις φορές το χρόνο κρέας, το εξαιρετικής ποιότητας λάδι μα και τα υπέροχα παξιμάδια και το κρασί συμπλήρωναν την κρητική διατροφή που θεωρείται η καλύτερη διατροφή παγκοσμίως.
Επιμέλεια κειμένων: Ανδρουλιδάκης Δημήτρης